Κλασική μουσική: Μια ατέρμονη συνομιλία

classical-music.gr
classical-music.gr

Η κλασική μουσική του 20ού αιώνα δεν είναι εύκολη. Δεν χαρίζεται. Δεν προσφέρει άμεσα ανταλλάξιμες συγκινήσεις, ούτε υπόσχεται θεαματικά ρεφρέν ή χορευτικούς ρυθμούς. Αντίθετα, ζητά από τον ακροατή την απόλυτη παρουσία. Τον προκαλεί να συμμετάσχει όχι ως καταναλωτής ή παθητικός δέκτης, αλλά ως συνομιλητής. Η κλασική μουσική σε αυτή τη μορφή δεν είναι απλώς ένα σύνολο ήχων που ρέουν, είναι μια μορφή διαλόγου, μια πνευματική πράξη.

Στην περίοδο που η ταχύτητα και η εικόνα επικυριαρχούν, η κλασική μουσική του 20ού αιώνα επιλέγει την αντίθετη κατεύθυνση. Επιμένει στη σιωπή, στην εσωτερικότητα, στη στροφή προς το άρρητο. Συνθέτες όπως ο Schoenberg, ο Bartók, ο Webern, η Gubaidulina ή ο Ligeti, δεν συνθέτουν «για να ακουστούν», αλλά για να επικοινωνήσουν κάτι που δεν μπορεί να ειπωθεί αλλιώς. Ένα μουσικό έργο αυτής της εποχής δεν είναι διακοσμητικό. Είναι ένα φιλοσοφικό κείμενο, ένα ποίημα χωρίς λέξεις, μια συνομιλία με την ύπαρξη.

Η κλασική μουσική εδώ αγγίζει τα όρια της υπαρξιακής αγωνίας

Δεν φοβάται να γίνει απότομη, ασύμμετρη, σκοτεινή. Δεν φοβάται να μείνει χωρίς μελωδία, χωρίς ρυθμό, χωρίς σταθερότητα. Και όμως, μέσα σε αυτή την “άρνηση”, γεννιέται μια νέα μορφή ομορφιάς, μια ομορφιά που αναδύεται όχι από την ευκολία, αλλά από τη βαθιά ανθρώπινη ανάγκη να νοηματοδοτήσουμε το χάος.

Ο τρόπος που ένα έργο του Shostakovich αναπνέει μέσα στη σιωπή ή ο τρόπος που ένα κουαρτέτο του Bartók διαλύει την παραδοσιακή έννοια της αρμονίας, δεν είναι τεχνάσματα. Είναι υπαρξιακές πράξεις, σαν το βλέμμα ενός ανθρώπου που δεν λέει απολύτως τίποτα αλλά κουβαλά τα πάντα.
Είναι, με άλλα λόγια, ένας τρόπος ύπαρξης. Και όπως κάθε αληθινή ύπαρξη, δεν αποτυπώνεται πλήρως στη λογική. Ζει στη σφαίρα του βιωματικού, μιας παράδοξης εμπειρίας.

Η ακρόαση τέτοιας μουσικής απαιτεί σχεδόν ασκητική συγκέντρωση. Είναι σαν να διαβάζεις ένα πυκνό φιλοσοφικό κείμενο ή να παρατηρείς έναν πίνακα του Mark Rothko επί ώρες. Δεν υπάρχει κάτι να «καταλάβεις» με την πρώτη ματιά, υπάρχει μόνο το βίωμα. Η κλασική μουσική αυτής της εποχής, πιο πολύ από κάθε άλλη, είναι μια πράξη παρουσίας. Αν την πλησιάσεις επιφανειακά, θα την προσπεράσεις. Αν όμως σταθείς, αν σωπάσεις και ακούσεις πραγματικά, τότε θα σου αποκαλύψει κάτι απροσδιόριστο, κάτι που δεν έχει όνομα, αλλά σε αφορά.

Κι ίσως εδώ ερχόμαστε στο πιο μυστικιστικό σημείο της σχέσης μας με την κλασική μουσική. Δεν την επιλέγουμε εμείς. Εκείνη μας επιλέγει. Δεν είναι μια αισθητική προτίμηση, όπως το αν μας αρέσει το κόκκινο ή το μπλε. Είναι ένα κάλεσμα. Ένα άγγιγμα ανεξήγητο, που συχνά έρχεται νωρίς στη ζωή, κάποιες φορές αργά αλλά, πάντα ανεξήγητα. Σαν να υπήρχε μια εσωτερική φωνή που σε καθοδηγεί προς αυτήν. Είναι ένα κάλεσμα που μοιάζει περισσότερο με αποκάλυψη παρά με επιλογή, ένα “κάτι” που αναδύεται από μέσα μας χωρίς να το έχουμε προσκαλέσει.

Σε αυτή τη συνθήκη, η κλασική μουσική λειτουργεί ως μια μυστικιστική γλώσσα, όχι για τους μυημένους, αλλά για τους εκλεκτούς από την ίδια τη μουσική. Κι εδώ αναδύεται κάτι σχεδόν θεολογικό, σχεδόν καλβινιστικό. Όπως ο θεός στην σκέψη του Καλβίνου επιλέγει τους εκλεκτούς του χωρίς να τους εξηγήσει το γιατί, έτσι και η κλασική μουσική μοιάζει να διαλέγει εκείνους που θα τους μυήσει, όχι επειδή είναι “καλύτεροι”, αλλά επειδή απλώς συντονίζονται μαζί της σε μια συχνότητα υπαρξιακή.

Αυτό κάνει την κλασική μουσική του 20ού αιώνα ένα μοναδικό πολιτισμικό φαινόμενο. Δεν είναι δημοφιλής. Δεν είναι της μόδας. Δεν υπόσχεται τίποτα εύκολο. Κι όμως, για εκείνους που την άκουσαν μια φορά με την καρδιά ανοιχτή, δεν υπάρχει επιστροφή. Είναι σαν να άνοιξε μια πόρτα που δεν κλείνει πια. Μια πόρτα προς μια άλλη εμπειρία του κόσμου, όπου η μουσική δεν είναι διασκέδαση, αλλά συνομιλία με το βάθος του Είναι.

Γιατί η κλασική μουσική δεν είναι “μουσική” με την κοινή έννοια. Είναι μια μορφή συνείδησης. Είναι ο τρόπος που η ανθρώπινη ψυχή αντιλαμβάνεται τον εαυτό της. Και κάθε φορά που ακούμε ένα έργο αυτής της παράδοσης, ξαναβρίσκουμε μέσα μας κάτι που νομίζαμε χαμένο: τη δυνατότητα να σταθούμε με νόημα μέσα στον κόσμο.

Η κλασική μουσική μάς μιλά. Όχι με λέξεις, αλλά με τόνο. Όχι με πληροφορία, αλλά με κάτι βαθύτερο. Μας δείχνει τι σημαίνει να υπάρχουμε χωρίς να χρειάζεται να εξηγήσουμε τίποτα. Και μας υπενθυμίζει, ξανά και ξανά, ότι μέσα στον κόσμο των θορύβων και των αποσπασμάτων, υπάρχει ακόμα κάτι που αξίζει να σωπάσεις για να το ακούσεις.

Όταν η μουσική μιλά μέσα μας

Η κλασική μουσική του 20ού αιώνα δεν μας ζητά να την εξηγήσουμε, αλλά να τη βιώσουμε. Μας προκαλεί να αφήσουμε στην άκρη τις άμυνες και τα φίλτρα και να την αφήσουμε να μας διαπεράσει, όπως ο άνεμος διαπερνά τα φύλλα. Είναι το κάλεσμα μιας σπάνιας αλήθειας που δεν διατυπώνεται, μόνο μεταδίδεται. Δεν ανήκει σε μια μόδα, ούτε σε κάποιο κοινωνικό status· ανήκει σ’ εκείνη τη μυστική συνομοταξία ανθρώπων που, ακόμη και μέσα στη φαινομενική σιωπή ενός κουαρτέτου, ακούν τον εαυτό τους να γεννιέται ξανά.

Γιατί τελικά, η κλασική μουσική δεν είναι κάτι που απλώς ακούμε. Είναι κάτι που γινόμαστε.

© Yiannis Panagiotakis