4 Σοβαρά Τραγούδια: Johannes Brahms
Johannes Brahms – Vier ernste Gesänge (4 Σοβαρά Τραγούδια), Op. 121
Το κύκνειο άσμα του Ρομαντισμού, η κλασική μουσική σε υπαρξιακή απόγνωση
Τα Vier ernste Gesänge (Τέσσερα Σοβαρά Τραγούδια), έργο 121, είναι το τελευταίο μεγάλο έργο για φωνή και πιάνο του Johannes Brahms και θεωρείται συχνά ως ένα από τα βαθύτερα και πιο συγκινητικά έργα του. Συντέθηκαν το 1896, έναν μόλις χρόνο πριν από τον θάνατο του συνθέτη, και λειτουργούν σαν μια μουσική διαθήκη — όχι μόνο προσωπική αλλά και φιλοσοφική, καθώς στρέφονται σε θεματικές ύστατου απολογισμού, υπαρξιακής αγωνίας και πνευματικής συμφιλίωσης.
Η αφορμή: Ο θάνατος της Clara Schumann
Το έργο δημιουργήθηκε σε μια ιδιαίτερα φορτισμένη χρονική στιγμή για τον Brahms. Η Clara Schumann, φίλη, μούσα και σύντροφος σε μια σχέση αφοσιωμένης αγάπης και αμοιβαίας κατανόησης για δεκαετίες, πλησίαζε στο τέλος της ζωής της. Ο Brahms ήταν σε μεγάλο βαθμό κλεισμένος στον εαυτό του, ήδη καταβεβλημένος σωματικά και ψυχικά. Τα Vier ernste Gesänge είναι η απάντησή του σε αυτή την απώλεια: μια μορφή πένθους που στρέφεται όχι μόνο προς την αγαπημένη του Clara, αλλά και προς τον ίδιο του τον θάνατο.
Η επιλογή του κειμένου: Η Βίβλος ως υπαρξιακός καθρέφτης
Τα τέσσερα τραγούδια δεν βασίζονται σε ρομαντικά ποιήματα ή σε λυρικές αναμνήσεις, όπως τα περισσότερα Lieder του 19ου αιώνα. Αντιθέτως, ο Brahms επιλέγει αποσπάσματα από την Αγία Γραφή — συγκεκριμένα από το βιβλίο του Εκκλησιαστή και από τις επιστολές του Παύλου. Αυτή η επιλογή δείχνει μια στροφή από την κοσμική προς την μεταφυσική, από το πάθος προς τον στοχασμό, από την προσωπική έκφραση προς το οικουμενικό βάθος.
Η χρήση της Βίβλου είναι εσωτερική, δεν έχει θρησκευτικό διδακτισμό· μεταμορφώνεται σε καθρέφτη υπαρξιακού στοχασμού. Το γεγονός ότι η σειρά των κειμένων δεν ακολουθεί θεολογική πρόοδο αλλά ψυχολογική σκηνοθεσία αποδεικνύει ότι πρόκειται για μια ανθρώπινη ανάγνωση της πνευματικής εμπειρίας.
Η Σύνδεση του “Vier ernste Gesänge” με τη Βίβλο και τον Λούθηρο
Η επιλογή του Brahms να χρησιμοποιήσει βιβλικά αποσπάσματα για τα Vier ernste Gesänge δεν είναι τυχαία. Η επιρροή της Λουθηρανικής Παράδοσης στο έργο του είναι αισθητή, καθώς η Βίβλος, όπως μεταφράστηκε από τον Μαρτίνο Λούθηρο τον 16ο αιώνα, είχε καταλυτική επίδραση στον μουσικό πολιτισμό της Γερμανίας, ιδιαίτερα στη σύνθεση εκκλησιαστικής μουσικής και στη διαμόρφωση της θρησκευτικής σκέψης.
Ο Μαρτίνος Λούθηρος, μέσα από τη μετάφραση της Βίβλου στα Γερμανικά, έφερε τη γραφή πιο κοντά στο λαό και έκανε το θρησκευτικό κείμενο πιο προσιτό και κατανοητό για το ευρύ κοινό. Η λουθηρανική παράδοση ενσωμάτωσε στη λατρεία της τη χρήση των ψαλμών και άλλων βιβλικών κειμένων, συχνά σε μουσική μορφή, καθιστώντας τη Βίβλο πηγή έμπνευσης για μουσικούς συνθέτες. Ένα παράδειγμα αυτού του φαινομένου είναι το έργο του Johann Sebastian Bach, που εμπνεύστηκε από τη Λουθηρανική εκκλησιαστική παράδοση για τις μεγάλες του συνθέσεις.
Στο έργο του Brahms, οι στίχοι από την Αγία Γραφή που χρησιμοποιούνται για τα Vier ernste Gesänge αντανακλούν την παράδοση που ξεκίνησε με τον Λούθηρο, αν και σε ένα πιο προσωπικό και υπαρξιακό επίπεδο. Ο Brahms, ενώ δεν ήταν θρησκευτικός άνθρωπος με τη στενή έννοια, χρησιμοποιεί τη Βίβλο ως μέσο για να εκφράσει τις φιλοσοφικές του αναζητήσεις για τη ζωή, τον θάνατο και την αγάπη. Ο Λούθηρος είχε προσδώσει στο βιβλικό λόγο μια έντονα προσωπική διάσταση και η χρήση των κειμένων από τον Brahms υπογραμμίζει την ανθεκτικότητα αυτού του πνεύματος μέσα στην κλασική μουσική του 19ου αιώνα.
Ο Brahms, επιλέγοντας αποσπάσματα από την Αγία Γραφή, αλλά και από τη σοφία των προφητών και των αποστόλων, ενσωματώνει στην τέχνη του τη λουθηρανική παράδοση, δίνοντας στη Βίβλο ένα νέο, πιο στοχαστικό και υπαρξιακό ρόλο. Στο Vier ernste Gesänge, η Βίβλος δεν παραμένει μόνο ένα θρησκευτικό έργο, αλλά γίνεται το όχημα για την προσωπική αναζήτηση του ανθρώπινου όντος, στο σύγχρονο πλέον για τον Brahms πλαίσιο του 19ου αιώνα.
Αναλυτική προσέγγιση των τραγουδιών
I. «Denn es gehet dem Menschen wie dem Vieh»
(Εκκλησιαστής 3:19–22)
Το πρώτο τραγούδι είναι βαρύ, σκοτεινό, σχεδόν στοιχειωμένο. Θέτει ένα οντολογικό ερώτημα: ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο και το ζώο όταν και οι δύο καταλήγουν στη σκόνη; Ο Brahms μεταφέρει αυτό το ερώτημα με ένα υποβλητικό ρυθμικό μοτίβο και με μια χαμηλή, επίμονη μελωδική γραμμή στη φωνή. Το πιάνο λειτουργεί ως υπόκωφη απειλή, ένα είδος ηχητικού μοιρολογιού. Η ενορχήστρωση είναι λιτή αλλά δραματική, δίνοντας έμφαση στη λέξη «alles ist eitel» (τα πάντα είναι ματαιότητα).
Η σύνθεση δεν προσφέρει απάντηση. Η ύπαρξη του ανθρώπου παρουσιάζεται ως κοινή με τα άλλα ζώα· η ψυχή ανεβαίνει μεν, αλλά η σάρκα επιστρέφει στο χώμα. Η αμφιβολία κυριαρχεί.
II. «Ich wandte mich, und sahe an»
(Εκκλησιαστής 4:1–3)
Το δεύτερο τραγούδι συνεχίζει στο πνεύμα της υπαρξιακής απόγνωσης. Η βία και η αδικία του κόσμου προβάλλονται με μουσική τραχύτητα και αρμονίες που αγγίζουν το διατονικό όριο. Η φωνή περιγράφει τον κόσμο ως πεδίο όπου οι ισχυροί καταπιέζουν τους αδύναμους, και όπου το κλάμα των αδυνάτων δεν έχει παρηγορητή.
Η ψυχολογική κορύφωση έρχεται με την απελπισμένη διαπίστωση ότι «ο πιο ευτυχισμένος είναι εκείνος που δεν έχει γεννηθεί ποτέ». Είναι μια συγκλονιστική στιγμή – η απόλυτη παραδοχή της ματαιότητας της ύπαρξης.
III. «O Tod, wie bitter bist du»
(Σοφία Σειράχ 41:1–2)
Το τρίτο τραγούδι φέρνει μια μετατόπιση: ο θάνατος δεν παρουσιάζεται μόνο ως τραγωδία αλλά και ως λύτρωση. Το κείμενο αναγνωρίζει ότι για τους νέους και ευτυχισμένους ο θάνατος είναι πικρός, όμως για τους ηλικιωμένους και κουρασμένους, είναι επιθυμητός.
Η μουσική ακολουθεί αυτή τη διπλή ανάγνωση με εξαιρετική εκφραστικότητα. Η πρώτη ενότητα είναι οδυνηρή και φορτισμένη. Στη δεύτερη, η αρμονία γλυκαίνει και το πιάνο υποστηρίζει τη φωνή με ένα λυτρωτικό απαλό κύλισμα. Ο Brahms δημιουργεί ένα είδος διαλεκτικής μεταξύ της ζωής και του θανάτου, χωρίς να προκρίνει καμία πλευρά ως απόλυτη.
IV. «Wenn ich mit Menschen- und mit Engelzungen redete»
(Α’ προς Κορινθίους 13:8-13)
Το τέταρτο και τελευταίο τραγούδι είναι η κορύφωση, η λύση, η κάθαρση. Μελοποιεί τον περίφημο Ύμνο της Αγάπης του Παύλου, αποσπώντας το πνεύμα της χριστιανικής ταπεινότητας και διαχρονικής αλήθειας. Η μουσική γαληνεύει, η φωνή αποκτά μία καθαρότητα σχεδόν λειτουργική. Όλα τα προηγούμενα σκοτάδια υποχωρούν μπροστά στην τελική διαπίστωση: η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει.
Η μελωδία είναι πιο εκτενής, η αρμονική πορεία πιο σταθερή. Το τραγούδι κλείνει με μια διαχρονική διατύπωση: «νυνί δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη – μείζων δε τούτων η αγάπη». Ο Brahms παραδίδει το πνεύμα του μέσα από τη σοφία της πίστης, όχι ως θρησκευτικός άνθρωπος, αλλά ως φιλόσοφος της ανθρώπινης μοίρας.
Το υστερόγραφο του Brahms
Τα Vier ernste Gesänge αποτελούν μια μοναδική σύνθεση: όχι μόνο από την άποψη της μουσικής αρτιότητας αλλά και για την φιλοσοφική τους βαρύτητα. Σε αντίθεση με τις περισσότερες ρομαντικές Lied συνθέσεις, δεν εστιάζουν στο προσωπικό πάθος ή στον έρωτα, αλλά στην πνευματική πορεία προς τον θάνατο και τη συμφιλίωση. Είναι έργο ωριμότητας, σιωπηλού πένθους και εσωτερικής ελευθερίας.
Ίσως για τον Brahms, που δήλωνε αγνωστικιστής, η τέχνη να ήταν ο μόνος τρόπος να συμφιλιωθεί με τη θνητότητα. Και ίσως γι’ αυτό το έργο αυτό να μιλάει ακόμα σε ακροατές που ζητούν κάτι βαθύτερο από αισθητική απόλαυση: ένα μουσικό καταφύγιο για στοχασμό, για αποδοχή και τελικά για αγάπη.
© Yiannis Panagiotakis
Πνευματικά Δικαιώματα © 2025 classical-music.gr. Όλα τα δικαιώματα διατηρούνται. Το περιεχόμενο της ιστοσελίδας προστατεύεται από τη νομοθεσία περί πνευματικών δικαιωμάτων. Απαγορεύεται η αντιγραφή, αναδημοσίευση, αναπαραγωγή ή διανομή του περιεχομένου, ολόκληρου ή εν μέρει, χωρίς την έγγραφη άδεια του classical-music.gr . Για άδειες χρήσης επικοινωνήστε στο info@classical-music.gr.