Άλμπαν Μπεργκ: Lulu Suite: 5. Adagio – Ένα Μουσικό Μνημείο στη Λήθη
Όπερα Άλμπαν Μπεργκ: Lulu Suite: 5. Adagio
Ο Άλμπαν Μπεργκ (Alban Berg) 1885-1935. Σε μία από τις πιο ευαίσθητες, συγκινητικές και πολυεπίπεδες δημιουργίες του, το Adagio από τη Lulu Suite, ανοίγει μια ρωγμή στον χρόνο: εκεί όπου η μουσική δεν είναι πια απλώς ήχος, αλλά γίνεται μνήμη, απώλεια και αντανάκλαση μιας ύπαρξης που φθείρεται πριν καν κατασταλάξει. Ο ακροατής δεν βρίσκεται μπροστά σε μια απλή συμφωνική σύνθεση· βρίσκεται ενώπιον ενός μουσικού επιταφίου, ενός εσωτερικού τοπίου μετέωρης ελπίδας και ανεπίστρεπτης θλίψης.
Το μέρος αυτό είναι ένα απόσπασμα από την όπερα Lulu
την οποία ο Μπεργκ δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει πλήρως πριν από τον θάνατό του το 1935. Σε αντίθεση με τη διαδεδομένη άποψη, το έργο δεν έμεινε «ανολοκλήρωτο» με την κυριολεκτική έννοια. Ο Μπεργκ είχε ολοκληρώσει τη σύνθεση των τριών πράξεων της όπερας σε μορφή κοντινή στην τελική· εκείνο που απέμενε ήταν η ενορχήστρωση της τρίτης πράξης, την οποία ανέλαβε αργότερα ο Friedrich Cerha, ολοκληρώνοντας το έργο και παρουσιάζοντάς το στην πλήρη του μορφή το 1979. Ωστόσο, το γεγονός ότι ο ίδιος ο Μπεργκ δεν άκουσε ποτέ τη Lulu του ολοκληρωμένη, προσδίδει στο έργο μια αίσθηση εγκατάλειψης, σαν να πρόκειται για ένα όραμα που δεν έφτασε ποτέ στη γη.
Η Lulu, κεντρική μορφή της όπερας, είναι μια φιγούρα φευγαλέα και θρυμματισμένη σαν φως που διαθλάται σε σπασμένο καθρέφτη. Η παρουσία της δεν έχει σαφείς ηθικές συντεταγμένες· ακροβατεί ανάμεσα στην επιθυμία και την τιμωρία, στον έρωτα και τον θάνατο. Είναι ταυτόχρονα αντικείμενο του πόθου και καθρέφτης της παρακμής.
Η μουσική την περιβάλλει με μια διακριτική συμπόνια, δίχως να την εξαγνίζει. Στο Adagio, το οποίο ακολουθεί σκηνές πόνου και αποκάλυψης, η Lulu μοιάζει να χάνεται από τον κόσμο των ζωντανών – το μουσικό τοπίο μετατρέπεται σε έναν επιτάφιο χώρο αναστοχασμού και σιωπής.
Το Adagio είναι το τρίτο μέρος της Lulu Suite, μιας συμφωνικής περίληψης που ο Μπεργκ συνέθεσε το 1934 για να παρουσιαστεί σε συναυλιακή μορφή, λειτουργώντας σαν «προπομπός» της όπερας.
Η Suite περιλαμβάνει πέντε μέρη, με το τρίτο –το Adagio– να ξεχωρίζει ως το πιο λυρικό και θρηνητικό. Εδώ, το σόλο βιολί (που συχνά εκλαμβάνεται ως φωνή της Lulu) αναλαμβάνει τον ρόλο αφηγητή, όχι μέσα από λέξεις, αλλά μέσω μακρόσυρτων μελωδικών αναπνοών και σπαρακτικών, σχεδόν παραληρηματικών φράσεων. Ο μονόλογος αυτός είναι χωρίς λόγια, και ακριβώς γι’ αυτό γίνεται καθολικός, βαθύς και πνευματικός.
Αν αφουγκραστούμε προσεκτικά το Adagio, θα διαπιστώσουμε ότι λειτουργεί σαν ένα μουσικό παλίμψηστο: κάτω από τις πλούσιες και περίτεχνες ενορχηστρώσεις, κάτω από τις θρηνητικές κορυφώσεις, αναδύονται σκιές από την προηγούμενη όπερα του Μπεργκ, τον Wozzeck, η οποία επίσης πραγματεύεται την απανθρωπιά και την αποδόμηση της ύπαρξης.
Φαντάσματα από το Δεύτερο Κουαρτέτο του Άρνολντ Σαίνμπεργκ αιωρούνται στις αρμονικές μεταπτώσεις, ενώ ένας απόηχος από τον ύστατο Μαλερ περιπλανιέται μέσα στο μελαγχολικό βάθος των εγχόρδων. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως ο Μπεργκ υπήρξε μαθητής του Σαίνμπεργκ αλλά και ένθερμος θαυμαστής του Μαλερ· στο Adagio, οι επιρροές αυτές ενσωματώνονται με μοναδική λεπτότητα, χωρίς μίμηση, ως μέρος μιας νέας φωνής που γνωρίζει τη γλώσσα της αποδόμησης και της συναισθηματικής υπέρβασης.
Η μουσική θυμίζει αποσύνθεση σε αργή κίνηση. Σαν να παρακολουθούμε έναν πίνακα του Έγκον Σίλε να διαλύεται μπροστά στα μάτια μας – η ανθρώπινη μορφή παραμένει αναγνωρίσιμη, ωστόσο οιονεί αποσαθρωμένη, εκτεθειμένη, ευάλωτη. Η σχέση μεταξύ μουσικής και ζωγραφικής εδώ είναι περισσότερο από μια μεταφορά· είναι υπαρξιακή. Η μουσική του Μπεργκ προσεγγίζει το σώμα, το βλέμμα, τη φθορά, όχι μέσα από αφηρημένες έννοιες, αλλά με σπαρακτική οικειότητα.
Και ίσως το πιο συγκλονιστικό στοιχείο του Adagio να μην είναι ούτε η εξπρεσιονιστική του ένταση, ούτε η αρμονική του τόλμη. Είναι η σιωπή του. Στα τελευταία του μέτρα, η μουσική μοιάζει να αιμορραγεί προς το κενό, υποχωρώντας σαν παλίρροια που παίρνει μαζί της ό,τι ζωντανό απέμεινε. Δεν υπάρχει κάθαρση· μόνο μια ανεπαίσθητη παύση που δεν κλείνει τον κύκλο, αλλά αφήνει το τέλος να αιωρείται.
Εκεί, η Lulu έχει ήδη χαθεί – ή ίσως δεν υπήρξε ποτέ, τουλάχιστον όχι με τη μορφή που την ξέραμε. Ο Μπεργκ φαίνεται να γνωρίζει ότι η ιστορία της δεν μπορεί να ολοκληρωθεί. Ίσως επειδή η ίδια η ανθρώπινη εμπειρία –και ιδιαίτερα αυτή της γυναίκας μέσα στον κόσμο των αντρών, της επιθυμίας και της βίας– δεν μπορεί να βρει πλήρες νόημα ή δικαίωση.
Το Adagio, έτσι, γίνεται ένα μουσικό ερωτηματικό. Ένα νεκρικό άσμα χωρίς επιγραφή. Ένα βήμα προς τον μεταφυσικό θρήνο, εκεί όπου το σώμα της μουσικής αποσύρεται, αφήνοντας πίσω του μόνο τον απόηχο μιας ευθραυστότητας. Το έργο δεν κλείνει· παραμένει ανοιχτό. Όχι ατελές, αλλά ασύμπτωτο με τη λογική της ολοκλήρωσης. Είναι σαν ο ίδιος ο Μπεργκ να είχε προβλέψει την ανάγκη να μην ειπωθεί η τελευταία λέξη.
Είναι δυνατόν ένα μουσικό έργο να λειτουργεί σαν τάφος; Αν ναι, τότε το Adagio της Lulu Suite είναι από τα πιο όμορφα και αινιγματικά επιτύμβια που γράφτηκαν ποτέ. Δεν τιμά απλώς την ηρωίδα αλλά, την συνοδεύει προς έναν κόσμο όπου η μουσική και η ύπαρξη γίνονται ένα – και χάνονται μαζί.
© Yiannis Panagiotakis
Πνευματικά Δικαιώματα © 2025 classical-music.gr. Όλα τα δικαιώματα διατηρούνται. Το περιεχόμενο της ιστοσελίδας προστατεύεται από τη νομοθεσία περί πνευματικών δικαιωμάτων. Απαγορεύεται η αντιγραφή, αναδημοσίευση, αναπαραγωγή ή διανομή του περιεχομένου, ολόκληρου ή εν μέρει, χωρίς την έγγραφη άδεια του classical-music.gr . Για άδειες χρήσης επικοινωνήστε στο info@classical-music.gr.