Λουτσία ντι Λαμμερμούρ στην Εθνική Λυρική Σκηνή

Μια νύχτα μυσταγωγικής μέθεξης – Η Λουτσία ντι Λαμμερμούρ στην Εθνική Λυρική Σκηνή

Εχθές το βράδυ 29/4/2025, στην κατάμεστη αίθουσα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, είχα την χαρά να βιώσω μία από τις σπάνιες εκείνες στιγμές όπου η όπερα μετατρέπεται σε απόλυτη εμπειρία, σχεδόν μυσταγωγική. Η Λουτσία ντι Λαμμερμούρ του Ντονιτσέττι, ένα έργο με τεράστιες ερμηνευτικές απαιτήσεις και εύθραυστη ψυχολογική υφή, δεν παρουσιάστηκε απλώς· αποκαλύφθηκε ενώπιον μας, με κάθε φράση και κάθε σιωπή να φωτίζουν πτυχές του ανθρώπινου πάθους, της απόγνωσης και της πλάνης.

Η Βασιλική Καραγιάννη ως Λουτσία: Μια ερμηνεία που μεταμορφώνει την τραγική ηρωίδα σε διαχρονικό σύμβολο λυρικής τέχνης

Η Βασιλική Καραγιάννη, στον ρόλο της Λουτσία, δεν προσέφερε απλώς μια υποδειγματική ερμηνεία – προσέφερε την ίδια την ψυχή της. Το φωνητικό-ερμηνευτικό της χάρισμα, εξαίρετο, εύπλαστο, με κολορατούρες που διατηρούσαν αμείωτο το λυρικό τους νόημα, δεν ήταν σε καμία περίπτωση αυτοαναφορικό ή περιττό. Αντιθέτως, κάθε φωνητική διακύμανση υπήρξε αποτέλεσμα μιας βαθύτερης εσωτερικής δραματουργίας, μιας φιλοσοφικής απόβλεψης. Στη σκηνή της παραφροσύνης, η Καραγιάννη αποκαθήλωσε κάθε στερεοτυπική προσέγγιση. Δεν είδαμε απλώς μια γυναίκα που χάνει την επαφή με την πραγματικότητα· είδαμε έναν άνθρωπο που αγωνίζεται με απελπισμένη ευαισθησία να προστατεύσει ό,τι απέμεινε από την αλήθεια του έρωτα της.

Η ερμηνεία της, αιθέρια και κοφτερή, διατήρησε με εξαιρετική ακρίβεια την ενότητα μεταξύ φωνής και θυμικής έκφρασης. Η χρήση του bel canto δεν υπήρξε επίδειξη τεχνικής· υπήρξε, αντιθέτως, η προϋπόθεση για την απογύμνωση του ψυχικού κόσμου της ηρωίδας. Ο τρόπος με τον οποίο δημιουργούσε τις φράσεις συνομιλώντας εσωτερικά με το λιμπρέτο, ο τρόμος που εμφιλοχωρούσε ανεπαίσθητα στα pianissimi, η εσωτερική έκρηξη που προετοίμαζε κάθε arioso με μουσική λεπτότητα, την τοποθετούν αναμφίβολα στο ύψος των μεγάλων ερμηνευτριών του ρόλου διεθνώς.

Γιάννης Χριστόπουλος: Ένας Εντγκάρντο με ψυχή και φλόγα

Απέναντί της, ο Γιάννης Χριστόπουλος –ως Εντγκάρντο– διακρίθηκε για την αβίαστη λυρικότητά του και τη δραματική του αρτιότητα. Η φωνή του, φωτεινή, θερμή και εκφραστικά πυκνή, κινήθηκε με άνεση τόσο στις ποιητικές, όσο και στις οργισμένες εξάρσεις του ήρωα. Υπάρχει στους τενόρους ένας λεπτός διαχωρισμός ανάμεσα στη συγκίνηση και την υπερβολή· ο Χριστόπουλος απέδειξε πως κατέχει την τέχνη της ισορροπίας που εξυψώνει την αίσθηση του τραγικού.

Η σκηνή του τέλους υπήρξε ένα είδος εσωτερικής εξιλέωσης. Το χρώμα της φωνής του – σαν βελούδο με λεπίδα – σε συνδυασμό με τη μουσική ενοποίηση των δραματικών στοιχείων του χαρακτήρα του, χάρισαν στο έργο ένα σπαρακτικό επιμύθιο, αντάξιο των προσδοκιών μας.

Η σκηνοθεσία κινήθηκε σε επίπεδα υψηλής αισθητικής εγκράτειας

Δεν επιδίωξε να «εκμοντερνίσει» ή να παρέμβει ανούσια, αλλά σεβάστηκε τον λόγο, την αισθητική και τη μουσική του Ντονιτσέττι, εκεί όπου η ουσιαστική εσωτερικότητα γίνεται ο μόνος τρόπος επικοινωνίας. Το σκηνικό περιβάλλον – σκοπίμως λιτό, σχεδόν μεταφυσικό, ενίσχυσε την αίσθηση εγκλεισμού, τόσο σωματικού όσο και ψυχικού. Ο φωτισμός, με υποδόριες μεταπτώσεις, λειτουργούσε όπως το υποσυνείδητο στο νου: αόρατο, μα πανταχού παρών.

Η ορχήστρα, υπό την μπαγκέτα του μαέστρου Λουκά Καρυτινού, ανέδειξε το δράμα με τον πλούτο ενός ώριμου μουσικού βλέμματος. Ο ήχος υπήρξε συμπαγής, οι υφές διαυγείς και η δραματουργική ανάγνωση εξαιρετικά λεπτομερής, χωρίς να καταπνίγεται η φυσική ροή. Ο Καρυτινός γνωρίζει καλά πώς να αφήνει τη μουσική να μιλήσει, να σωπάσει, να πάλλεται ανάμεσα στο παρόν και στο επερχόμενο.

Ό,τι συνέβη στη Λυρική δεν ήταν απλώς μια επιτυχημένη παραγωγή. Ήταν μια απόδειξη ότι η όπερα στην Ελλάδα μπορεί να παράγει στιγμές αυθεντικού μουσικού μεγαλείου, χωρίς παραχωρήσεις στην ευκολία, χωρίς παγίδευση στο αισθητικό παρελθόν, με όχημα καλλιτέχνες που έχουν χάρισμα, ήθος και εσωτερικό πάθος.

Η Βασιλική Καραγιάννη, με την ενσάρκωση της Λουτσία, κατέγραψε μια κορυφαία στιγμή στο σύγχρονο λυρικό θέατρο. Δεν ερμήνευσε απλώς έναν ρόλο· δημιούργησε τέχνη, ποιότητα, ένα συγκλονιστικό αποτέλεσμα που πλέον μας ανήκει – μια ηρωίδα του σκότους και του φωτός, όπως κάθε μεγάλη τέχνη που αρνείται να ξεχαστεί.

© Yiannis Panagiotakis