Όπερα: Wozzeck του Alban Berg
Wozzeck του Alban Berg: Η όπερα ξεκινά από το λόγο – Όταν το λιμπρέτο γίνεται κραυγή
Πριν ακόμα ακουστεί νότα, πριν αναπνεύσει η ορχήστρα, η όπερα Wozzeck είναι ήδη ένα έργο γεμάτο ένταση. Κι αυτό χάρη στο ίδιο της το λιμπρέτο: τις λέξεις του Γκέοργκ Μπύχνερ, που ο Άλμπαν Μπεργκ δεν μελοποίησε απλώς, αλλά το διάβασε ως μουσική στον πυρήνα του.
Η Woyzeck – όπως ονομάζεται το ημιτελές θεατρικό του Büchner – υπήρξε η αφετηρία μιας από τις πιο σκοτεινές και συνταρακτικές όπερες του 20ού αιώνα. Ο Μπεργκ δεν πήρε μόνο την ιστορία. Πήρε την ένταση, την αποσπασματικότητα, τη γλώσσα του δρόμου, την ψύχωση, την απελπισία του κειμένου και τη μετέφερε στη μουσική.
Το λιμπρέτο ως “σπασμένο καθρέφτης”
Ο Büchner έγραψε το Woyzeck το 1836, αλλά δεν το ολοκλήρωσε ποτέ. Το κείμενο, αποσπασματικό και χωρίς σαφή σειρά σκηνών, μοιάζει με κομμάτια από σπασμένο καθρέφτη – η εικόνα του ανθρώπου διαλυμένη, σκοτεινή, πολλαπλή.
Ο Μπεργκ δεν προσπάθησε να το «συμμαζέψει». Αντίθετα, αγκάλιασε τη ρωγμή. Έφτιαξε ένα λιμπρέτο που διατηρεί την αποσπασματικότητα, την ψυχολογική ένταση και την κοινωνική απελπισία του πρωτότυπου. Δομημένο σε τρεις πράξεις με πέντε σκηνές η καθεμία, η όπερα μοιάζει να σέβεται τη φόρμα – αλλά μέσα της κρύβει μια χαοτική, ασθμαίνουσα αφήγηση, σαν τον ίδιο τον Wozzeck.
Η γλώσσα του λιμπρέτου – λόγος ωμός, ανθρώπινος, σπαρακτικός
Οι χαρακτήρες της Όπερας Wozzeck δεν είναι μυθιστορηματικοί ή λογοτεχνικά εξιδανικευμένοι. Μιλούν ακριβώς όπως σκέφτονται – με φόβο, οργή, σύγχυση. Η Μαρί δεν είναι μια τραγική ηρωίδα, είναι μια γυναίκα που βρίσκεται παγιδευμένη ανάμεσα στην ενοχή και την επιβίωση. Ο Λοχίας και ο Γιατρός δεν είναι κακοί – είναι απλώς φορείς εξουσίας που δεν βλέπουν τον Wozzeck ως άνθρωπο. Και ο ίδιος ο Wozzeck δεν έχει φωνή με σαφήνεια – η γλώσσα του είναι ξεκομμένη, γεμάτη επαναλήψεις, ψυχαναγκασμούς, ψιθύρους.
Ο Μπεργκ μεταφέρει αυτά τα χαρακτηριστικά στη μουσική – αλλά δεν ξεκινά από τη μουσική. Ξεκινά από το ίδιο το λιμπρέτο, όπου κάθε σιωπή και κάθε “αδέξια” φράση γίνεται στοιχείο δραματουργίας.
Το λιμπρέτο ως κοινωνική καταγγελία
Η Όπερα Wozzeck δεν είναι μόνο μια ιστορία φτώχειας και τρέλας. Είναι ένα πολιτικό κείμενο. Γραμμένο σε μια εποχή όπου η κοινωνία πίεζε τα άτομα μέχρι την εξαθλίωση, την εξάλειψη. Το έργο του Büchner είναι ένα προφητικό ντοκουμέντο για το πώς η εξουσία, στρατιωτική, επιστημονική, θρησκευτική – μπορεί να οδηγήσει έναν άνθρωπο στην παράνοια.
Ο Μπεργκ – που έζησε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο – βίωσε την εν-συναίσθηση. Δεν επέλεξε ένα «κλασικό» θεατρικό. Επέλεξε ένα σπασμένο και ωμό λιμπρέτο για να χτίσει πάνω του μια όπερα όχι ρομαντική, αλλά ρεαλιστική. Όχι θεατρική, αλλά ανθρώπινη.
Η ίδια η γλώσσα του κειμένου είναι “χαμηλή” – χρησιμοποιεί καθημερινές λέξεις, φράσεις του λαού, στιγμές αμηχανίας. Δεν είναι μια “καλλιεπής λόγια ποίηση”, αλλά μια ποίηση της εσωτερικής φωνής – μιας φωνής που δεν ακούγεται ποτέ.
Το λιμπρέτο ως ψυχογράφημα
Ο Wozzeck είναι ένας άνθρωπος που παρακολουθεί την πραγματικότητα να λιώνει γύρω του. Το λιμπρέτο δεν μας δίνει ένα ψυχολογικό προφίλ – μας δείχνει τον ίδιο τον ψυχικό κατακερματισμό. Δεν υπάρχει εσωτερικός μονόλογος με συνοχή. Υπάρχουν στιγμές παραληρήματος, υπαρξιακής φρίκης, αλλεπάλληλων μικρών εκρήξεων. Και η γλώσσα γίνεται ο καθρέφτης αυτής της ψυχικής σχάσης.
Η μουσική του Μπεργκ πατά επάνω στο λιμπρέτο για να χτίσει ένα μουσικό ψυχογράφημα. Οι λέξεις δεν υπηρετούν απλώς το τραγούδι – είναι αυτές που οδηγούν τη μουσική, όπως οι λέξεις ενός εφιάλτη που γίνεται πραγματικότητα.
Η σιωπή του λιμπρέτου
Σε μια όπερα που στηρίζεται τόσο στη γλώσσα, η σιωπή έχει ιδιαίτερη σημασία. Οι παύσεις, τα ημιτελή νοήματα, οι αμήχανες επαναλήψεις – όλα αυτά είναι λεκτικά σχήματα της απελπισίας. Ο Wozzeck δεν έχει τρόπο να εκφραστεί πλήρως – και αυτό είναι το πιο τραγικό στοιχείο του. Η απουσία «μεγάλης άριας» δεν είναι απλώς πρωτοπορία: είναι συνειδητή άρνηση λυρισμού. Διότι, δεν υπάρχει λύτρωση μέσα στη γλώσσα, υπάρχει μόνο η κατάρρευση της.
Η όπερα ως συνέχεια της λογοτεχνίας
Η Wozzeck αποδεικνύει πως μια όπερα δεν χρειάζεται να ξεκινήσει από τη μουσική. Μπορεί να ξεκινήσει από τον λόγο – και να τον ακολουθήσει μέχρι την άκρη της αβύσσου. Ο Alban Berg δεν μελοποίησε απλώς τον Büchner – τον διάβασε με μουσική προθετικότητα, τον ερμήνευσε σαν έναν πρώιμο σύγχρονο, και μετέτρεψε το ημιτελές του έργο σε μια ολοκληρωμένη κραυγή του 20ού αιώνα.